πικρούς

πικρούς
πικρός
pointed
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πικροφόρος — ον, Μ αυτός που παράγει πικρούς καρπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο) * + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • πικρόκαρπος — ον, ΜΑ αυτός που παράγει πικρούς καρπούς …   Dictionary of Greek

  • πικρόπονοι — οἱ Μ φρ. «πικρόπονοι λόγοι» λόγοι που προκαλούν πικρούς πόνους, βαθιά λύπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)* + πόνος] …   Dictionary of Greek

  • πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… …   Dictionary of Greek

  • αξόλοφο — (axolophum). Γένος φυτών της οικογένειας των κολοκυνθοειδών. Είναι πόες ετήσιες, συνήθως αναρριχητικές. Τα άνθη των φυτών αυτών είναι μόνοικα και ο ώριμος καρπός ξερός, μακρουλός ή κυλινδρικός και πολύσπερμος. Τα πιο γνωστά είδη είναι το α. το… …   Dictionary of Greek

  • Θάκερεϊ, Γουίλιαμ Μέικπις — (William MakepeaceThackeray, Καλκούτα 1811 – Λονδίνο 1863). Άγγλος συγγραφέας. Σε ηλικία 4 ετών έχασε τον πατέρα του, ο οποίος ήταν ανώτερος υπάλληλος της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών. Τον έστειλαν για σπουδές στην Αγγλία, πρώτα στο Λονδίνο… …   Dictionary of Greek

  • Καικίλιος — Επώνυμο ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Σέξτος Αφρικανός (2ος αι. μ.Χ). Νομικός, μαθητής του Ιουλιανού. Έγραψε τα έργα Ζητήματα (9 τόμοι), Επιστολές (20 βιβλία) και τη μονογραφία Περί μοιχών. 2. Στάτιος (Μεδιόλανο 219; – 166; π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

  • Κορμπιέρ, Εντουάρ Γιοακίμ Τριστάν — (Édouard Joachim TristanCorbière, Μορλέ 1845 – 1875). Γάλλος ποιητής. Γιος συγγραφέα μυθιστορημάτων εμπνευσμένων από τη ζωή των ναυτικών, συμμερίστηκε και ο ίδιος το πάθος του πατέρα του. Πέθανε νεότατος και άφησε μόνο μία ποιητική συλλογή, τους… …   Dictionary of Greek

  • Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία — Κράτος της νοτίου Αφρικής. Συνορεύει Α με τη Μοζαμβίκη και τη Σουαζιλάνδη, Β με τη Ναμίμπια, τη Μποτσουάνα και τη Ζιμπάμπουε, Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό, Ν και Α από τον Ινδικό ωκεανό.Εντός των συνόρων της Ν. Δ. και στο νοτιοανατολικό… …   Dictionary of Greek

  • Φίλντινγκ, Χένρι — (Fielding, Σάρπχαμ Παρκ, Σόμερσετ 1707 – Λισαβόνα 1754). Άγγλος συγγραφέας. Οι δικοί του, μικροί κτηματίες και ξεπεσμένοι αριστοκράτες, τον έστειλαν στο Ίτον και κατόπιν στο Λέιντεν για να σπουδάσει νομικά. Όταν γύρισε στο Λονδίνο, ο νεαρός Φ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”